Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(βύθιόν τι φθέγγεσθαι

См. также в других словарях:

  • βύθιος — α, ο (AM βύθιος, α, ον, Α και βύθιος, ον) [βυθός] 1. αυτός που βρίσκεται στον βυθό της θάλασσας 2. εκείνος που ζει στο βάθος της θάλασσας ή προέρχεται από κει (αρχ. μσν.) (το ουδ. ως επίρρ.) απ το βάθος του στήθους, βαθιά («βύθιον οἰμώξας»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»