-
1 βυθιος
31) глубокий(β. ὑποδὺς εἰς θάλατταν Luc.)
2) глубинный, морской (sc. ζῷα Anth.)Κρονίδης β. Luc. = Ποσειδῶν
3) ( о голосе) низкий, грубый(βύθιόν τι φθέγγεσθαι Plut.)
-
2 βύθιος
A in the deep, sunken, Luc.DMar.3.1;κρηπῖδας β. πηξαμένη AP9.791
(Apollonid.); ἐκ β. ἰλύος from the mud of the deep, Hymn.Is.71.II in or of the sea, τὰ β. (sc. ζῷα) water animals, AP6.182 (Alex. Magn.); β. Κρονίδης Poseidon, Luc.Epigr. 34; τέχνη fishery, Opp.H.3.15.III metaph., deep,βύθιόν τι καὶ δεινὸν φθέγγεσθαι Plu.Crass.23
;β. διάνοια Ph.1.194
(but ἕως ἂν λογισμὸς β. οἴχηται vanishes in the deep, ib. 639, cf. Nonn.D.2.55); abysmal, Dam.Pr. 106.
См. также в других словарях:
βύθιος — α, ο (AM βύθιος, α, ον, Α και βύθιος, ον) [βυθός] 1. αυτός που βρίσκεται στον βυθό της θάλασσας 2. εκείνος που ζει στο βάθος της θάλασσας ή προέρχεται από κει (αρχ. μσν.) (το ουδ. ως επίρρ.) απ το βάθος του στήθους, βαθιά («βύθιον οἰμώξας»,… … Dictionary of Greek